τετραχρόνου

τετραχρόνου
τετράχρονος
containing four time-units
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • έκρηξη — η 1. σκάσιμο με πάταγο, που προκαλείται απότομα από ισχυρή πίεση αερίων προς τα έξω, η οποία δημιουργείται με ανάφλεξη εκρηκτικών υλών ή με ισχυρή πίεση από μηχανικά μέσα. 2. μτφ., ξαφνική έναρξη καταστρεπτικής κατάστασης: Έκρηξη πολέμου. 3. μτφ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”